διακανονισμός

διακανονισμός
ο
η διακανόνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διακανονισμός — ο η τακτοποίηση, η διευθέτηση: Είναι δύσκολος ο διακανονισμός της διαφοράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιδίκαση — Κάθε διαδικασία που διενεργείται για τη διευθέτηση μιας διαφοράς. Η ε. πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο στόχο που μπορεί να έχει σε κάθε περίπτωση. Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην επίλυση… …   Dictionary of Greek

  • ανισασμός — ο (Μ ἀνισασμός) [ισασμός] νεοελλ. 1. η τακτοποίηση, η διευθέτηση 2. ο διακανονισμός (περιουσιακής διαφοράς) μσν. η εξίσωση, η εξομοίωση …   Dictionary of Greek

  • διάταγμα — Όρος που χαρακτηρίζει μία κατηγορία –τη σημαντικότερη– πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, των οποίων όμως τα όρια και το περιεχόμενο έχουν μεταβληθεί κατά την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας και άλλων χωρών ή έγιναν αντικείμενο αμφισβητήσεων. Όσο… …   Dictionary of Greek

  • διευθέτηση — η (Μ διευθέτησις) [διευθετώ] τοποθέτηση κάθε πράγματος στη θέση του, τακτοποίηση νεοελλ. 1. διακανονισμός ενός ζητήματος μετά από άρση τών δυσχερειών 2. «έργα διευθετήσεως» μεταλλευτικά έργα συμπληρωματικά τών κυρίως ερευνητικών (συγκοινωνίες,… …   Dictionary of Greek

  • ειρηνοδικείο — το κατώτερο δικαστήριο με τον ειρηνοδίκη και ένα γραμματέα, όπου εξετάζονται ιδιωτικές διαφορές, εργατικές διαφορές, εξώσεις μισθωτών κ.λπ. και επιχειρείται ειρηνικός διακανονισμός προτού αρχίσει η συζήτηση τής υποθέσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ιεροθεσία — ἱεροθεσία, ή (ΑΜ) [ιεροθέτης] νομοθετικός διακανονισμός λειτουργιών και ιεροτελεστιών …   Dictionary of Greek

  • ισασμός — και ισιασμός, ο (ΑΜ ἰσασμός, Μ και ἰσιασμός και ἰσαμός) [ισάζω] το να κάνει κάποιος κάτι ίσο, ευθυγράμμιση, εξίσωση, εξομάλυνση νεοελλ. ναυτ. «ισασμός κεραιών» η οριζοντίωση τών κεραιών, η τακτοποίηση τών κεραιών στη σωστή τους θέση μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κανόνισμα — το (AM κανόνισμα) [κανονίζω] νεοελλ. διακανονισμός, διευθέτηση μσν. γραμματικός κανόνας για την κλίση ή ονόματος ή ρήματος αρχ. χάρακας …   Dictionary of Greek

  • καταρτισμός — ο (AM καταρτισμός) [καταρτίζω] 1.η συγκρότηση ενός πράγματος η προπαρασκευή («καταρτισμός λόχου») 2. η απόκτηση γνώσεων, η αγωγή, η μόρφωση («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας», ΚΔ) αρχ. 1. επανόρθωση 2. η επαναφορά εξαρθρωμένου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”